Η μικρή αράχνη στάθηκε βουρκωμένη μπροστά στη μητέρα της.
Έπρεπε να φύγει και να ζήσει μόνη της πια. Είχε μάθει να υφαίνει τον ιστό της. Η μητέρα την είχε προετοιμάσει.
- Έτσι είναι η μοίρα μας. Να ζούμε μόνες. Θα σ΄αγαπώ και θα μου λείπεις. Καλή τύχη κόρη μου !
Η Πηνελόπη δε μίλησε. Γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο δάσος.
Περιπλανήθηκε όλο το πρωί και τέλος, κουρασμένη, ανέβηκε τον κορμό μιας απιδιάς, πήγε στ' ανατολικά κλαδιά της, διάλεξε ένα φύλλο και πλησίασε.
- Καλησπέρα, όμορφο φύλλο. Μήπως μπορώ να φτιάξω εδώ το αργαστηράκι μου και να ζούμε μαζί ;
- Καλησπέρα, καλησπέρα, με μεγάλη μου χαρα! Όμως πρεπει να σου πω πως τον Οκτώβρη θα πέσω στο χώμα και τότε ;
- Μέχρι τότε βλέπουμε, είπε η Πηνελόπη με τρυφερότητα.
Τις επόμενες μέρες ύφαινε τον περίτεχνο ιστό της με τις μεταξένιες κλωστές. Η ζωη τους κυλούσε όμορφα.
Η άνοιξη και το καλοκαιράκι διάβηκαν χαρούμενα. Τον Οκτώβρη όμως τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν.
- Ήρθε η ώρα μου Πηνελόπη, είπε λυπημένα το φύλλο. Βλέπεις ; Κιτρινίζει η άκρη μου, πρέπει να φύγεις.
- Όχι, είπε, δε θα σ' αφήσω να πέσεις.
Και με το νήμα της άρχισε να δένει σφιχτά το κοτσανάκι του φύλλου στο κλαδί. Ολη τη μέρα έκανε αυτή τη δουλειά.
- Ααα, τώρα νιώθω καλύτερα, είπε το φύλλο, έλα όμως να ξεκουραστείς και αύριο συνεχίζεις.
Η Πηνελόπη έδεσε με δυο κόμπους το νήμα, τραβήχτηκε στη χούφτα του φύλλου και αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένα.
Το χάραμα όμως, πέρασε ένας αέρας και τα πήρε και τα δύο.
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Έπρεπε να φύγει και να ζήσει μόνη της πια. Είχε μάθει να υφαίνει τον ιστό της. Η μητέρα την είχε προετοιμάσει.
- Έτσι είναι η μοίρα μας. Να ζούμε μόνες. Θα σ΄αγαπώ και θα μου λείπεις. Καλή τύχη κόρη μου !
Η Πηνελόπη δε μίλησε. Γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο δάσος.
Περιπλανήθηκε όλο το πρωί και τέλος, κουρασμένη, ανέβηκε τον κορμό μιας απιδιάς, πήγε στ' ανατολικά κλαδιά της, διάλεξε ένα φύλλο και πλησίασε.
- Καλησπέρα, όμορφο φύλλο. Μήπως μπορώ να φτιάξω εδώ το αργαστηράκι μου και να ζούμε μαζί ;
- Καλησπέρα, καλησπέρα, με μεγάλη μου χαρα! Όμως πρεπει να σου πω πως τον Οκτώβρη θα πέσω στο χώμα και τότε ;
- Μέχρι τότε βλέπουμε, είπε η Πηνελόπη με τρυφερότητα.
Τις επόμενες μέρες ύφαινε τον περίτεχνο ιστό της με τις μεταξένιες κλωστές. Η ζωη τους κυλούσε όμορφα.
Η άνοιξη και το καλοκαιράκι διάβηκαν χαρούμενα. Τον Οκτώβρη όμως τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν.
- Ήρθε η ώρα μου Πηνελόπη, είπε λυπημένα το φύλλο. Βλέπεις ; Κιτρινίζει η άκρη μου, πρέπει να φύγεις.
- Όχι, είπε, δε θα σ' αφήσω να πέσεις.
Και με το νήμα της άρχισε να δένει σφιχτά το κοτσανάκι του φύλλου στο κλαδί. Ολη τη μέρα έκανε αυτή τη δουλειά.
- Ααα, τώρα νιώθω καλύτερα, είπε το φύλλο, έλα όμως να ξεκουραστείς και αύριο συνεχίζεις.
Η Πηνελόπη έδεσε με δυο κόμπους το νήμα, τραβήχτηκε στη χούφτα του φύλλου και αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένα.
Το χάραμα όμως, πέρασε ένας αέρας και τα πήρε και τα δύο.
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου