
Ήταν εκεί μέσα φοιτητές που τόχαν αποφασίσει από χρόνια να μην πάρουν χαρτί
και που ζούσαν από δω κι από κει , μ' ένα κουλούρι, μ' ένα καφέ, αξούριστοί, λεκιασμένοι,
κουρελιασμένοι, μ' ένα καλόκαρδο γέλιο στα χείλη
και που σα να κατέχαν τον τρόπο να γεύονται κάπως βαθύτερα τη ζωή,
ποιητές που αχνογράφανε τους πρώτους τους στίχους και κυνηγούσαν τη ρίμα μέσα στα σύννεφα
του καπνού, ζωγράφοι που κάποτε θα γίνονταν πολύ μεγάλοι, καθώς το πίστευαν χωρίς δισταγμό,
και θεατρίνοι που θα παίζανε μόνο Σαίξπηρ και θα βλέπανε με καταφρόνεση τις όμορφες κυράδες
να πέφτουν στα πόδια τους, κοσμοδιορθωτήδες που λαχταρούσαν ένα κόσμο καλύτερο
και όλο κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στο πεζοδρόμιο
και τεμπέληδες που είχαν κάνει μορφή τέχνης την τεμπελιά τους...
Μερικοί νέοι πάσχιζαν να βρούνε τον τρόπο να βγάλουν ένα περιοδικό, τους λείπανε τα λεφτά,
όχι τα γραψίματα, ένα περιοδικό που θα αναστάτωνε τον κόσμο, που θα άφηνε εποχή...
Ήταν ένα δρομάκι προς λογής λογής παραδείσους αυτό το στενόμακρο καφενεδάκι,
μια γόνιμη γης σπαρμένη όνειρα και πόθους, ανθισμένη από τούτα τα φλογάτα
και θεόφτωχα νιάτα...
Οι κουβέντες άρχιζαν πάντα με μια υπόσχεση, που δεν τέλειωνε,
σαν ένα βέλος που το πετούσαν στο σκοτάδι και δε νοιάζονταν να κοιτάξουν πού έπεφτε:
Όταν θα πάμε στο Παρίσι...όταν θα τυπώσω το πρώτο μου βιβλίο...
Όταν θα αλλάξει αυτή η κατάσταση...όταν θα κάμω την πρώτη μου έκθεση....
Τί όμορφη που είναι η ζωή!! Και να βρέχει, να βρέχει...
Και να μην έχεις παλτό και τα χέρια σου να τρέμουν και να'ναι το στομάχι σου άδειο
αλλά εσύ να μην τα συλλογιέσαι όλα τούτα καθόλου...
Τί όμορφη που είνι η ζωή!
(από την Αστροφεγγιά, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)
και που ζούσαν από δω κι από κει , μ' ένα κουλούρι, μ' ένα καφέ, αξούριστοί, λεκιασμένοι,
κουρελιασμένοι, μ' ένα καλόκαρδο γέλιο στα χείλη
και που σα να κατέχαν τον τρόπο να γεύονται κάπως βαθύτερα τη ζωή,
ποιητές που αχνογράφανε τους πρώτους τους στίχους και κυνηγούσαν τη ρίμα μέσα στα σύννεφα
του καπνού, ζωγράφοι που κάποτε θα γίνονταν πολύ μεγάλοι, καθώς το πίστευαν χωρίς δισταγμό,
και θεατρίνοι που θα παίζανε μόνο Σαίξπηρ και θα βλέπανε με καταφρόνεση τις όμορφες κυράδες
να πέφτουν στα πόδια τους, κοσμοδιορθωτήδες που λαχταρούσαν ένα κόσμο καλύτερο
και όλο κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στο πεζοδρόμιο
και τεμπέληδες που είχαν κάνει μορφή τέχνης την τεμπελιά τους...
Μερικοί νέοι πάσχιζαν να βρούνε τον τρόπο να βγάλουν ένα περιοδικό, τους λείπανε τα λεφτά,
όχι τα γραψίματα, ένα περιοδικό που θα αναστάτωνε τον κόσμο, που θα άφηνε εποχή...
Ήταν ένα δρομάκι προς λογής λογής παραδείσους αυτό το στενόμακρο καφενεδάκι,
μια γόνιμη γης σπαρμένη όνειρα και πόθους, ανθισμένη από τούτα τα φλογάτα
και θεόφτωχα νιάτα...
Οι κουβέντες άρχιζαν πάντα με μια υπόσχεση, που δεν τέλειωνε,
σαν ένα βέλος που το πετούσαν στο σκοτάδι και δε νοιάζονταν να κοιτάξουν πού έπεφτε:
Όταν θα πάμε στο Παρίσι...όταν θα τυπώσω το πρώτο μου βιβλίο...
Όταν θα αλλάξει αυτή η κατάσταση...όταν θα κάμω την πρώτη μου έκθεση....
Τί όμορφη που είναι η ζωή!! Και να βρέχει, να βρέχει...
Και να μην έχεις παλτό και τα χέρια σου να τρέμουν και να'ναι το στομάχι σου άδειο
αλλά εσύ να μην τα συλλογιέσαι όλα τούτα καθόλου...
Τί όμορφη που είνι η ζωή!
(από την Αστροφεγγιά, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου