
…Έψαξα για εκείνο που σφοδρά επιθυμούσα…
Το καρνάγιο είχε χρόνια πολλά που είχε βυθιστεί στο μεγαλείο της μοναξιάς του. Άνθρωποι βιαστικοί περνούσαν, ανασκουμπωμένοι μέχρι πάνω, βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας. Ο μύθος του πειρατή με το χρυσό δόντι πάντα πλανιόταν στο μικρό χωριό.
Ακόμη κι αυτός ο κουδουνάς, με το σαρίκι γύρω απ το κεφάλι θα σκεφτόταν να περνούσε μόνος του ,παλλικαράς όντας, μόλις το σούροπο χύνονταν τυλίγοντας κάθε ψειδαίσθηση στα χρώματά του.
Απόγευμα ήταν όταν βρέθηκα εκεί… Και με το περπάτα περπάτα στάθηκα να ξαποστάσω. Η παλιά γέρικη προπέλα απ το θαλασσί σκαρί ατένιζε τη θάλασσα.
Στο βάθος ένας γλάρος αργοπορημένος πέταξε και χάθηκε πίσω απ το λόφο…
Μα κάπου εκεί ξύπνησα.
Άντε στο καλό σου λέω, όνειρο κι αυτό. Πειρατές, χρυσά δόντια, κουδούνια,καρνάγιο.
Κι ένας γλάρος που χάθηκε.
Μια στοίβα χαρτιά περίμενε στο γραφείο. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι με αυτή την ιστορία. Κόσμος περνοδιαβαίνει, υπογραφές σιχτιρίζονται, έγγραφα διεκπεραιώνονται. Εντάξει όλα λειτουργούν στην εντέλεια.
Σχόλασα.
Το κύμα πέρα στην προβλήτα έσκαγε πάνω στα ντοκ, χωρίς να βγάζει ήχο. Ένας γλάρος προσπαθούσε να πάει κόντρα στον άνεμο, μα παρασύρθηκε κι αυτός πέρα προς το πέλαγο.
Κοίταξα το ρολόι μου , ήταν η ώρα που για όλους ήταν ίδια.
Οι άνθρωποι ξεκουράζονται, οι άνθρωποι δουλεύουν, οι γλάροι πετάνε, τα όνειρα ταξιδεύουν.
Λίγο πιο πέρα μια μορφή ανθρώπου φάνηκε να κοιτάζει κι αυτή την ίδια εικόνα. Ένα γλάρο να να προσπαθεί μάταια να αντισταθεί στο πεπρωμένο…
Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν η ώρα που για όλους ήταν ίδια…
Το καρνάγιο είχε χρόνια πολλά που είχε βυθιστεί στο μεγαλείο της μοναξιάς του. Άνθρωποι βιαστικοί περνούσαν, ανασκουμπωμένοι μέχρι πάνω, βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας. Ο μύθος του πειρατή με το χρυσό δόντι πάντα πλανιόταν στο μικρό χωριό.
Ακόμη κι αυτός ο κουδουνάς, με το σαρίκι γύρω απ το κεφάλι θα σκεφτόταν να περνούσε μόνος του ,παλλικαράς όντας, μόλις το σούροπο χύνονταν τυλίγοντας κάθε ψειδαίσθηση στα χρώματά του.
Απόγευμα ήταν όταν βρέθηκα εκεί… Και με το περπάτα περπάτα στάθηκα να ξαποστάσω. Η παλιά γέρικη προπέλα απ το θαλασσί σκαρί ατένιζε τη θάλασσα.
Στο βάθος ένας γλάρος αργοπορημένος πέταξε και χάθηκε πίσω απ το λόφο…
Μα κάπου εκεί ξύπνησα.
Άντε στο καλό σου λέω, όνειρο κι αυτό. Πειρατές, χρυσά δόντια, κουδούνια,καρνάγιο.
Κι ένας γλάρος που χάθηκε.
Μια στοίβα χαρτιά περίμενε στο γραφείο. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι με αυτή την ιστορία. Κόσμος περνοδιαβαίνει, υπογραφές σιχτιρίζονται, έγγραφα διεκπεραιώνονται. Εντάξει όλα λειτουργούν στην εντέλεια.
Σχόλασα.
Το κύμα πέρα στην προβλήτα έσκαγε πάνω στα ντοκ, χωρίς να βγάζει ήχο. Ένας γλάρος προσπαθούσε να πάει κόντρα στον άνεμο, μα παρασύρθηκε κι αυτός πέρα προς το πέλαγο.
Κοίταξα το ρολόι μου , ήταν η ώρα που για όλους ήταν ίδια.
Οι άνθρωποι ξεκουράζονται, οι άνθρωποι δουλεύουν, οι γλάροι πετάνε, τα όνειρα ταξιδεύουν.
Λίγο πιο πέρα μια μορφή ανθρώπου φάνηκε να κοιτάζει κι αυτή την ίδια εικόνα. Ένα γλάρο να να προσπαθεί μάταια να αντισταθεί στο πεπρωμένο…
Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν η ώρα που για όλους ήταν ίδια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου